ατροποποίητος

ατροποποίητος
-η, -ο
επίρρ. αμετάβλητος: Το σχέδιο του κτιρίου εκτελέστηκε ατροποποίητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ατροποποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν τροποποιήθηκε, ο αμετάβλητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τροποποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τροποποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • αμεταρρύθμιστος — η, ο [μεταρρυθμίζω] αυτός που δεν μεταρρυθμίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταρρυθμιστεί, ατροποποίητος …   Dictionary of Greek

  • ατροπολόγητος — η, ο (ειδικά για κανονισμούς, νομοσχέδια κ.λπ.) αυτός στον οποίο δεν έγινε τροπολογία, ο ατροποποίητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”